Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ξυπνητός, -ή, ό


Ερμηνεία:

ξυπνητός, -ή, ό [ο άγρυπνος, ο ξύπνιος, αυτός που παραμένει σε εγρήγορση ή ετοιμότητα], π.χ ξυπνητό όνειρο, το [όνειρο ή οπτασίες που τις βλέπει κανείς, όταν είναι ξύπνιος, οι οπτικές ψευδαισθήσεις ]



Ετυμολογία:

[< Μεσαιων. ξυπνώ < εξυπνώ < εξ- + υπνώ < ύπνος]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

...Ἐφαντάζετο ἀμυδρῶς μίαν εἰκόνα, μίαν ὀπτασίαν, ἓν ξυπνητὸν ὄνειρον [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: